- παρακλύῃς
- παρακλύωaor subj act 2nd sgπαρακλύωpres subj act 2nd sgπαρακλύ̱ῃς , παρακλύωaor subj act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλύω — Α παρακούω, δεν υπακούω κάποιον («ἤν δὲ μεν παρακλύῃς, γνώσῃ τὸν Ἑρμῆν ὡς κακοὺς ἀμείβομαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλύω «ακούω»] … Dictionary of Greek